ελεύθερος

Voir aussi : ἐλεύθερος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἐλεύθερος, eleútheros.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ελεύθερος ελεύθερη ελεύθερο
génitif ελεύθερου ελεύθερης ελεύθερου
accusatif ελεύθερο ελεύθερη ελεύθερο
vocatif ελεύθερε ελεύθερη ελεύθερο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ελεύθεροι ελεύθερες ελεύθερα
génitif ελεύθερων ελεύθερων ελεύθερων
accusatif ελεύθερους ελεύθερες ελεύθερα
vocatif ελεύθεροι ελεύθερες ελεύθερα

ελεύθερος (eléftheros) \ε.ˈlεf.θɛ.ɾɔs\

  1. Libre.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.