αγράμματος

Voir aussi : ἀγράμματος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἀγράμματος, agrámmatos  illetté »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αγράμματος αγράμματη αγράμματο
génitif αγράμματου αγράμματης αγράμματου
accusatif αγράμματο αγράμματη αγράμματο
vocatif αγράμματε αγράμματη αγράμματο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αγράμματοι αγράμματες αγράμματα
génitif αγράμματων αγράμματων αγράμματων
accusatif αγράμματους αγράμματες αγράμματα
vocatif αγράμματοι αγράμματες αγράμματα

ἀγράμματος \a.ˈɡɾa.ma.tɔs\

  1. Illettré, analphabète.

Dérivés

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αγράμματος)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.