υπεροπτικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ὑπεροπτικός, huperoptikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif υπεροπτικός υπεροπτική υπεροπτικό
génitif υπεροπτικού υπεροπτικής υπεροπτικού
accusatif υπεροπτικό υπεροπτική υπεροπτικό
vocatif υπεροπτικέ υπεροπτική υπεροπτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif υπεροπτικοί υπεροπτικές υπεροπτικά
génitif υπεροπτικών υπεροπτικών υπεροπτικών
accusatif υπεροπτικούς υπεροπτικές υπεροπτικά
vocatif υπεροπτικοί υπεροπτικές υπεροπτικά

υπεροπτικός (iperoptikós) \i.pɛ.ɾɔp.ti.ˈkɔs\

  1. Arrogant
    • Hautain.

      Dérivés

      Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.