στιγμή

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  στιγμή οι  στιγμές
Génitif της  στιγμής των  στιγμών
Accusatif τη(ν)  στιγμή τις  στιγμές
Vocatif στιγμή στιγμές

στιγμή (stigmí) \sti.ˈɣmi\ féminin

  1. Moment.
    • Περιμένετε μια στιγμή παρακαλώ
      Attendez pour un moment, s’il vous plaît.

Dérivés

  • στιγμιαίος
  • στιγμόμετρο

Grec ancien

Étymologie

Du verbe στίζω, stízô.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif στιγμή αἱ στιγμαί τὼ στιγμά
Vocatif στιγμή στιγμαί στιγμά
Accusatif τὴν στιγμήν τὰς στιγμάς τὼ στιγμά
Génitif τῆς στιγμῆς τῶν στιγμῶν τοῖν στιγμαῖν
Datif τῇ στιγμ ταῖς στιγμαῖς τοῖν στιγμαῖν

στιγμή (stigmế) \sti.ˈɡmɛː\ féminin

  1. Point.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.