σοφός

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σοφός σοφή σοφό
génitif σοφού σοφής σοφού
accusatif σοφό σοφή σοφό
vocatif σοφέ σοφή σοφό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σοφοί σοφές σοφά
génitif σοφών σοφών σοφών
accusatif σοφούς σοφές σοφά
vocatif σοφοί σοφές σοφά

σοφός (sofós) \sɔ.ˈfɔs\

  1. Raisonnable, sage, sensé.

Synonymes

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  σοφός οι  σοφοί
Génitif του  σοφού των  σοφών
Accusatif το(ν)  σοφό τους  σοφούς
Vocatif σοφέ σοφοί

σοφός (sofós) \sɔ.ˈfɔs\ masculin

  1. Sage.

Grec ancien

Étymologie

De l’indo-européen commun *sap-. Apparenté au latin sapiens (« sage », « savant »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σοφός σοφή σοφόν
vocatif σοφέ σοφή σοφόν
accusatif σοφόν σοφήν σοφόν
génitif σοφοῦ σοφῆς σοφοῦ
datif σοφ σοφ σοφ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif σοφώ σοφά σοφώ
vocatif σοφώ σοφά σοφώ
accusatif σοφώ σοφά σοφώ
génitif σοφοῖν σοφαῖν σοφοῖν
datif σοφοῖν σοφαῖν σοφοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σοφοί σοφαί σοφά
vocatif σοφοί σοφαί σοφά
accusatif σοφούς σοφάς σοφά
génitif σοφῶν σοφῶν σοφῶν
datif σοφοῖς σοφαῖς σοφοῖς

σοφός, sophós \so.ˈpʰos\ (adverbe : σοφῶς ; comparatif : σοφώτερος ; superlatif : σοφώτατος)

  1. Habile.
  2. (En parlant de l’intelligence ou du caractère)
    1. Prudent, sage.
    2. (En particulier) Initié à la sagesse.
    3. (En particulier) Ingénieux, fin, rusé.

Composés

  • ἀφιλόσοφος
  • ἀγροικόσοφος
  • ἀκρόσοφος
  • ἄσοφος
  • αὐτόσοφος
  • βαθυσοφός
  • διάσοφος
  • δοξοματαιόσοφος
  • δοξόσοφος
  • δοκησίσοφος
  • ἐθελοφιλόσοφος
  • ἐμφιλόσοφος
  • ἔνσοφος
  • ἐπίσσοφος
  • φιλόσοφος
  • ἡμίσοφος
  • ἰατροφιλόσοφος
  • μικρόσοφος
  • μισόσοφος
  • μωρόσοφος
  • ὀφθαλμόσοφος
  • οἰησίσοφος
  • πάνσοφος
  • παντόσοφος
  • πάσσοφος
  • πολύσοφος
  • πρωκτόσοφος
  • θεόσοφος
  • θυμόσοφος
  • τρίσοφος
  • ὑπέρσοφος
  • ὑπόσοφος
  • χειρίσοφος
  • χειρόσοφος
  • ζωόσοφος

Dérivés

  • σοφία
  • σόφισμα
  • σοφισματικός
  • σοφισμάτιον
  • σοφισματώδης
  • σοφισμός
  • σοφιστάς
  • σοφιστεία
  • σοφιστέον
  • σοφιστέος
  • σοφίστευμα
  • σοφιστεύω
  • σοφιστήριον
  • σοφιστής
  • σοφιστιάω
  • σοφιστικός
  • σοφιστορήτωρ
  • σοφίστρια
  • σοφίζω, σοφίζομαι
  • Σοφοκλῆς
  • σοφόνοος
  • σοφόνους
  • σοφοτέχνης
  • σοφόω

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.