ουράνιος

Grec

Étymologie

Du grec ancien οὐράνιος, ouránios.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ουράνιος ουράνια ουράνιο
génitif ουράνιου ουράνιας ουράνιου
accusatif ουράνιο ουράνια ουράνιο
vocatif ουράνιε ουράνια ουράνιο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ουράνιοι ουράνιες ουράνια
génitif ουράνιων ουράνιων ουράνιων
accusatif ουράνιους ουράνιες ουράνια
vocatif ουράνιοι ουράνιες ουράνια

ουράνιος (uránios) \u.ˈɾa.ni.ɔs\

  1. (Astronomie) Céleste.

Dérivés

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.