μαντεία

Grec ancien

Étymologie

De μαντεῖος, apparenté à μαίνομαι, maínomai, mantra.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μαντεία αἱ μαντείαι τὼ μαντεία
Vocatif μαντεία μαντείαι μαντεία
Accusatif τὴν μαντείαν τὰς μαντείας τὼ μαντεία
Génitif τῆς μαντείας τῶν μαντειῶν τοῖν μαντείαιν
Datif τῇ μαντεί ταῖς μαντείαις τοῖν μαντείαιν

μαντεία, manteía \man.ˈteː.aː\ féminin

  1. Prédiction, oracle.
  2. Divination

Variantes

  • μαντείη (Homérique)
  • μαντηΐη (Ionien)

Apparentés étymologiques

  • ἀερομαντεία
  • ἀπομαντεία
  • ἀστρομαντεία
  • διαμαντεία
  • φιαλομαντεία
  • φιλομαντεία
  • γεωμαντεία
  • ἡλιομαντεία
  • ἡμερομαντεία
  • καταμαντεία
  • κριθομαντεῖα
  • κυνομαντεία
  • λυχνομαντεία
  • νεκρομαντεία
  • νεκυομαντεία
  • οἰωνομαντεία
  • ὀρνιθομαντεία
  • ὀρθομαντεία
  • προμαντεία
  • πυρομαντεία
  • θεομαντεία
  • ῥαβδομαντεία
  • σκιομαντεία
  • ὑδρομαντεία
  • ψυχομαντεία

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.