ιδανικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἰδανικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ιδανικός ιδανική ιδανικό
génitif ιδανικού ιδανικής ιδανικού
accusatif ιδανικό ιδανική ιδανικό
vocatif ιδανικέ ιδανική ιδανικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ιδανικοί ιδανικές ιδανικά
génitif ιδανικών ιδανικών ιδανικών
accusatif ιδανικούς ιδανικές ιδανικά
vocatif ιδανικοί ιδανικές ιδανικά

ιδανικός \Prononciation ?\

  1. Idéal.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.