ευχάριστος

Voir aussi : εὐχάριστος

Grec

Étymologie

Du grec ancien εὐχάριστος, eukháristos.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ευχάριστος ευχάριστη ευχάριστο
génitif ευχάριστου ευχάριστης ευχάριστου
accusatif ευχάριστο ευχάριστη ευχάριστο
vocatif ευχάριστε ευχάριστη ευχάριστο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ευχάριστοι ευχάριστες ευχάριστα
génitif ευχάριστων ευχάριστων ευχάριστων
accusatif ευχάριστους ευχάριστες ευχάριστα
vocatif ευχάριστοι ευχάριστες ευχάριστα

ευχάριστος (evkháristos) \ɛf.ˈxa.ɾi.stɔs\

  1. Agréable.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.