εσπεραντικός

Grec

Étymologie

Dérivé de εσπεράντο avec le suffixe -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif εσπεραντικός εσπεραντική εσπεραντικό
génitif εσπεραντικού εσπεραντικής εσπεραντικού
accusatif εσπεραντικό εσπεραντική εσπεραντικό
vocatif εσπεραντικέ εσπεραντική εσπεραντικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif εσπεραντικοί εσπεραντικές εσπεραντικά
génitif εσπεραντικών εσπεραντικών εσπεραντικών
accusatif εσπεραντικούς εσπεραντικές εσπεραντικά
vocatif εσπεραντικοί εσπεραντικές εσπεραντικά

εσπεραντικός (esperandikós) \ɛs.pɛ.ɾan.di.ˈkɔs\

  1. Espérantiste.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.