εξωπραγματικός
Grec
Étymologie
- → voir εξω- et πραγματικός
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εξωπραγματικός | εξωπραγματική | εξωπραγματικό | |||
génitif | εξωπραγματικού | εξωπραγματικής | εξωπραγματικού | |||
accusatif | εξωπραγματικό | εξωπραγματική | εξωπραγματικό | |||
vocatif | εξωπραγματικέ | εξωπραγματική | εξωπραγματικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | εξωπραγματικοί | εξωπραγματικές | εξωπραγματικά | |||
génitif | εξωπραγματικών | εξωπραγματικών | εξωπραγματικών | |||
accusatif | εξωπραγματικούς | εξωπραγματικές | εξωπραγματικά | |||
vocatif | εξωπραγματικοί | εξωπραγματικές | εξωπραγματικά |
εξωπραγματικός (exopragmatikós) \ɛ.ksɔ.pɾa.ɣma.ti.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.