διάδοχος

Grec

Étymologie

Du grec ancien διάδοχος, diádokhos.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif διάδοχος διάδοχη διάδοχο
génitif διάδοχου διάδοχης διάδοχου
accusatif διάδοχο διάδοχη διάδοχο
vocatif διάδοχε διάδοχη διάδοχο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif διάδοχοι διάδοχες διάδοχα
génitif διάδοχων διάδοχων διάδοχων
accusatif διάδοχους διάδοχες διάδοχα
vocatif διάδοχοι διάδοχες διάδοχα

διάδοχος (dhiádhokhos) \ði.ˈa.ðɔ.xɔs\

  1. Qui succède.
    • Μετά την πολιτική κρίση όλοι αναρωτιούνται για το ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  διάδοχος οι  διάδοχοι
Génitif του  διαδόχου των  διαδόχων
Accusatif το(ν)  διάδοχο τους  διαδόχους
Vocatif διάδοχε διάδοχοι

διάδοχος (dhiádhokhos) \ði.ˈa.ðɔ.xɔs\ masculin

  1. Successeur.
  2. Héritier.
    • ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος
      Le prince héritier, etc.

Grec ancien

Étymologie

Déverbal de διαδέχομαι, diadékhomai  succéder »).

Adjectif

διάδοχος, diádokhos \Prononciation ?\ masculin

  1. Successeur, suivant.
    • διάδοχος κακῶν κακοῖς
      un mal suivant un autre.
  2. Relai.
    • διάδοχοι ἐφοίτων
      travaillant sans relâche, en se relayant.

Nom commun

διάδοχος, diádokhos \Prononciation ?\ masculin

  1. Successeur.
    • διάδοχος Κλεάνδρῳ

Dérivés

  • διαδοχικός

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.