αστεροειδής

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἀστεροειδής, asteroeidếs.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αστεροειδής αστεροειδής αστεροειδές
génitif αστεροειδούς αστεροειδούς αστεροειδούς
accusatif αστεροειδή αστεροειδή αστεροειδές
vocatif αστεροειδή αστεροειδής αστεροειδές
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αστεροειδείς αστεροειδείς αστεροειδή
génitif αστεροειδών αστεροειδών αστεροειδών
accusatif αστεροειδείς αστεροειδείς αστεροειδή
vocatif αστεροειδείς αστεροειδείς αστεροειδή

αστεροειδής (asteroidhís) \as.tɛ.ɾɔ.i.ˈðis\

  1. Astéroïde.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αστεροειδής οι  αστεροειδείς
Génitif του  αστεροειδή
αστεροειδούς
των  αστεροειδών
Accusatif το(ν)  αστεροειδή τους  αστεροειδείς
Vocatif αστεροειδή αστεροειδείς

αστεροειδής (asteroidhís) \as.tɛ.ɾɔ.i.ˈðis\ masculin

  1. Astéroïde.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.