ακουστικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἀκουστικός, akoustikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ακουστικός ακουστική ακουστικό
génitif ακουστικού ακουστικής ακουστικού
accusatif ακουστικό ακουστική ακουστικό
vocatif ακουστικέ ακουστική ακουστικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ακουστικοί ακουστικές ακουστικά
génitif ακουστικών ακουστικών ακουστικών
accusatif ακουστικούς ακουστικές ακουστικά
vocatif ακουστικοί ακουστικές ακουστικά

ακουστικός (akustikós) \a.ku.sti.ˈkɔs\

  1. Acoustique.

Dérivés

  • ακουστικά
  • ακουστική
  • ακουστικό
  • ακουστικότητα
  • ακουστικώς

Expressions

  • ακουστικός επεξεργαστής
  • ακουστικός κωδικοποιητής, ακουστικός αποκωδικοποιητής
  • ακουστικός μετεωρισμός
  • ακουστικός χάρτης
  • ακουστική κιθάρα
  • ακουστική οικολογία
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.