ακαδημαϊκός

Grec

Étymologie

Du moyen grec ἀκαδημαϊκός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ακαδημαϊκός ακαδημαϊκή ακαδημαϊκό
génitif ακαδημαϊκού ακαδημαϊκής ακαδημαϊκού
accusatif ακαδημαϊκό ακαδημαϊκή ακαδημαϊκό
vocatif ακαδημαϊκέ ακαδημαϊκή ακαδημαϊκό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ακαδημαϊκοί ακαδημαϊκές ακαδημαϊκά
génitif ακαδημαϊκών ακαδημαϊκών ακαδημαϊκών
accusatif ακαδημαϊκούς ακαδημαϊκές ακαδημαϊκά
vocatif ακαδημαϊκοί ακαδημαϊκές ακαδημαϊκά

ακαδημαϊκός (akadhimaïkós) \a.ka.ði.ma.i.ˈkɔs\

  1. Académique.

Nom commun

ακαδημαϊκός (akadhimaïkós) \a.ka.ði.ma.i.ˈkɔs\

  1. Académicien.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.