χρώμα

Voir aussi : χρῶμα

Grec

Étymologie

Du grec ancien χρῶμα, khrỗma.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  χρώμα τα  χρώματα
Génitif του  χρώματος των  χρωμάτων
Accusatif το  χρώμα τα  χρώματα
Vocatif χρώμα χρώματα

χρώμα, khróma \ˈxɾɔ.ma\ neutre

  1. Couleur, teint.

Dérivés

  • χρωματίζω, peindre
  • χρωματικός, chromatique
  • χρωματικότητα
  • χρωμάτισμα
  • χρωματισμός
  • χρωματιστός
  • χρωμάτωση
  • χρωμικός
  • χρώμιο
  • χρωμοφάν
  • χρωματογόνος
  • χρωματοποιείο
  • χρωματοποιία
  • χρωματοποιός
  • χρωματοπωλείο
  • χρωματοπώλης
  • χρωματοσκοπία
  • χρωματοσκόπιο
  • χρωματόσωμα
  • χρωματουργείο
  • χρωματουργία
  • χρωματουργός
  • χρωματοφόρος
  • χρωμόσωμα
  • χρωμοφόρος
  • χρωμιούχος
  • χρωμογράφος
  • χρωμολιθογραφία
  • χρωμολιθογραφικός
  • χρωμόσφαιρα
  • χρωμοτυπία
  • χρωμοτυπογραφία
  • χρωμοφόρος
  • χρωμοφωτογραφία
  • χρωμοφωτοτυπία
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.