σφαίρα

Grec

Étymologie

Du grec ancien σφαῖρα, sphaîra.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σφαίρα οι  σφαίρες
Génitif της  σφαίρας των  σφαιρών
Accusatif τη(ν)  σφαίρα τις  σφαίρες
Vocatif σφαίρα σφαίρες

σφαίρα (sféra) \ˈsfɛ.ɾa\ féminin

  1. Balle de fusil, projectile.
  2. Sphère.

Dérivés

  • σφαιρίδιο
  • σφαιρικά
  • σφαιρικός
  • σφαιρικότητα
  • σφαιρίνη
  • σφαιριστήριο
  • σφαιρωτός
  • αιμοσφαιρίνη
  • ημισφαίριο
  • ποδόσφαιρο
  • πυοσφαίριο
  • σφαιροβολία
  • σφαιροβόλος
  • σφαιροειδής
  • σφαιροειδώς

Synonymes

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.