σελήνη

Voir aussi : Σελήνη

Grec

Étymologie

Du grec ancien σελήνη, selếnê.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σελήνη οι  -
Génitif της  σελήνης των  -
Accusatif τη(ν)  σελήνη τις  -
Vocatif σελήνη -

σελήνη (selíni) \sɛ.ˈli.ni\ féminin

  1. (Astronomie) Lune.

Synonymes

Dérivés

  • σεληναίος
  • σελήνη του μέλιτος
  • σεληνιάζομαι
  • σεληνιακός
  • σεληνιασμός
  • σελήνιο
  • σεληνογραφία, σεληνογραφικός, σεληνογράφος
  • σεληνοειδής
  • σεληνοκεντρικός
  • σεληνοσκόπιο
  • σεληνοτοπογραφία, σεληνοτοπογραφικός
  • σεληνοτροπισμός
  • σεληνόφως, σεληνόφωτο, σεληνοφώτιστος, σεληνόφωτος
  • σεληνάκατος
  • ημισέληνος
  • πανσέληνος

Grec ancien

Étymologie

De σέλας, sélas  éclat, lumière, lueur brillante »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif σελήνη αἱ σελήναι τὼ σελήνα
Vocatif σελήνη σελήναι σελήνα
Accusatif τὴν σελήνην τὰς σελήνας τὼ σελήνα
Génitif τῆς σελήνης τῶν σεληνῶν τοῖν σελήναιν
Datif τῇ σελήν ταῖς σελήναις τοῖν σελήναιν

σελήνη, selếnê \se.ˈlɛː.nɛː\ féminin

  1. (Astronomie) Lune.
    • πρὸς τὴν σελήνην, à la lumière de la lune.
  2. Mois.

Variantes

Synonymes

Dérivés

  • ἀσέληνος  sans lune »)
  • δωδεκάσεληνος  de douze mois »)
  • πανσέληνος  pleine lune »)

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.