πραγματοποίηση

Grec

Étymologie

(XIXe siècle) Calque du français réalisation.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  πραγματοποίηση οι  πραγματοποιήσεις
Génitif της  πραγματοποίησης
πραγματοποιήσεως
των  πραγματοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  πραγματοποίηση τις  πραγματοποιήσεις
Vocatif πραγματοποίηση πραγματοποιήσεις

πραγματοποίηση (pragmatopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Réalisation.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.