παξιμάδι

Grec

Étymologie

Du grec médiéval παξιμάδιον, paximádion, diminutif du grec ancien παξαμᾶς, paxamâs  biscuit »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  παξιμάδι τα  παξιμάδια
Génitif του  παξιμαδιού των  παξιμαδιών
Accusatif το  παξιμάδι τα  παξιμάδια
Vocatif παξιμάδι παξιμάδια
δύο ξερά παξιμάδια (1) μέσα σε πιατάκι
εξάγωνο παξιμάδι (2)

παξιμάδι, paximádi \pa.ksi.ˈma.ði\ neutre

  1. (Cuisine) Biscotte.
    • άφησες έξω το ψωμί και έγινε παξιμάδι
    • θέλω βρεγμένο το παξιμάδι, être paresseux.
  2. Écrou.
    • αυτό το παξιμάδι δεν κάνει γιατί δεν ταιριάζουν οι βόλτες του

Dérivés

  • παξιμάδα
  • παξιμαδάκι
  • παξιμαδιάζω
  • παξιμάδιασμα

Vocabulaire apparenté par le sens

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παξιμάδι)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.