πάγος

Grec

Étymologie

Du grec ancien πάγος, págos.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  πάγος οι  πάγοι
Génitif του  πάγου των  πάγων
Accusatif το(ν)  πάγο τους  πάγους
Vocatif πάγε πάγοι
Κομμάτι πάγου

πάγος (págos) \ˈpa.ɣɔs\ masculin

  1. Glace.

Dérivés

  • βάζω στον πάγο
  • παγάκι
  • παγερός
  • παγετός
  • παγετώδης
  • παγετώνας
  • πάγιος
  • παγιώνω
  • παγωμάρα
  • παγωνιά
  • παγωνιέρα
  • παγώνω
  • παγωτό
  • παγόβουνο
  • παγοδρομία
  • παγοδρομικός
  • παγοδρόμιο
  • παγοδρόμος
  • παγοθήκη
  • παγοθραύστης
  • παγοθραυστικός
  • παγοκολώνα
  • παγοκόφτης
  • παγοκρύσταλλος
  • παγοκύστη
  • παγοπέδιλο
  • παγόπληκτος
  • παγοπληξία
  • παγοποιία
  • παγοποιός
  • παγοπωλείο
  • παγοπώλης
  • σπάω τον πάγο
  • συμπαγής

Grec ancien

Étymologie

Déverbal de πήγνυμι (« ficher, planter ») : « ce qui est fixe, figé, planté » ; apparenté à πάγη, au latin pagus.

Nom commun

πάγος, págos \Prononciation ?\ masculin

  1. Pointe de rocher, rocher saillant.
  2. Hauteur rocheuse : colline ou montagne.
    • Ἄρειος πάγος, Aréopage (colline d'Arès, près d'Athènes).
  3. Tout ce qui est devenu solide, dur, épais.
    1. Eau congelée, glace, glaçon, frimas.
    2. Écume à la surface du lait, sel (formé par l’évaporation de l’eau de mer).
  4. Péritoine.

Nom commun

πάγος, págos \Prononciation ?\ neutre

  1. Glace, gelée.

Dérivés

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.