νόμισμα

Grec

Étymologie

Du grec ancien νόμισμα, nómisma.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  νόμισμα τα  νομίσματα
Génitif του  νομίσματος των  νομισμάτων
Accusatif το  νόμισμα τα  νομίσματα
Vocatif νόμισμα νομίσματα

νόμισμα (nómisma) \ˈnɔ.mi.zma\ neutre

  1. Monnaie, pièce.

Dérivés

Grec ancien

Étymologie

De νομίζω avec le suffixe -μα, apparenté au latin nummus de même sens.

Nom commun

νόμισμα, nómisma neutre

  1. Coutume, règle.
  2. (Économie) Monnaie ayant cours.
    • Οἰκία α, μναῖ δέκα β, κλίνη γ. τὸ α τοῦ β ἥμισυ, εἰ πέντε μνῶν ἀξία ἡ οἰκία, ἢ ἴσον· ἡ δὲ κλίνη δέκατον μέρος, τὸ γ τοῦ β· δῆλον τοίνυν πόσαι κλῖναι ἴσον οἰκίᾳ, ὅτι πέντε. ὅτι δ' οὕτως ἡ ἀλλαγὴ ἦν πρὶν τὸ νόμισμα εἶναι, δῆλον· διαφέρει γὰρ οὐδὲν ἢ κλῖναι πέντε ἀντὶ οἰκίας, ἢ ὅσου αἱ πέντε κλῖναι.  (Aristote, Éthique à Nicomaque, V, 5, 15)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.