κίσσα

Grec

Étymologie

Du grec ancien κίσσα, kíssa.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κίσσα οι  κίσσες
Génitif της  κίσσας των  κισσών
Accusatif τη(ν)  κίσσα τις  κίσσες
Vocatif κίσσα κίσσες
Μία κίσσα (Une pie)

κίσσα (kíssa) \ˈki.sa\ féminin

  1. (Zoologie) Pie.
    • Η κίσσα έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένη νοημοσύνη, αγαπάει τα έντονα χρώματα και τα λαμπερά αντικείμενα, και συχνά στολίζει με αυτά την φωλιά της. Η φωνή της μοιάζει με κράξιμο, ωστόσο μπορεί να μιμηθεί φωνές άλλων πουλιών, ακόμα και ζώων. Αν τη μεγαλώσει κάποιος από μικρή, εξημερώνεται και δένεται με τον άνθρωπο.

Grec ancien

Étymologie

D’une forme *kikia, d’une onomatopée *kik- et apparenté à Häher en allemand.

Nom commun

κίσσα, kíssa \Prononciation ?\ féminin

  1. Pie, geai.

    Variantes

    Références

    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.