διευθυντής

Grec

Étymologie

Du grec ancien.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  διευθυντής οι  διευθυντές
Génitif του  διευθυντή των  διευθυντών
Accusatif το(ν)  διευθυντή τους  διευθυντές
Vocatif διευθυντή διευθυντές

διευθυντής (dhievthindís) \ði.ɛf.θin.ˈdis\ masculin (équivalent féminin : διευθύντρια)

  1. Directeur.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Grec ancien

Étymologie

De διά, diá  à travers »), εὐθύνω, euthúnô  être responsable »), et -τής, -tếs.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif διευθυντής οἱ διευθυνταί τὼ διευθυντά
Vocatif διευθυντά διευθυνταί διευθυντά
Accusatif τὸν διευθυντήν τοὺς διευθυντάς τὼ διευθυντά
Génitif τοῦ διευθυντοῦ τῶν διευθυντῶν τοῖν διευθυνταῖν
Datif τῷ διευθυντ τοῖς διευθυνταῖς τοῖν διευθυνταῖν

διευθυντής, dieuthuntếs \di.e͜u.tʰyn.ˈtɛːs\ masculin

  1. Directeur.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.