γυναικεῖος

Grec ancien

Étymologie

De γυνή, gunế  femme »).

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γυναικεῖος γυναικεία γυναικεῖον
vocatif γυναικεῖε γυναικεία γυναικεῖον
accusatif γυναικεῖον γυναικείαν γυναικεῖον
génitif γυναικείου γυναικείας γυναικείου
datif γυναικείῳ γυναικείᾳ γυναικείῳ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif γυναικείω γυναικεία γυναικείω
vocatif γυναικείω γυναικεία γυναικείω
accusatif γυναικείω γυναικεία γυναικείω
génitif γυναικείοιν γυναικείαιν γυναικείοιν
datif γυναικείοιν γυναικείαιν γυναικείοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γυναικεῖοι γυναικεῖαι γυναικεῖα
vocatif γυναικεῖοι γυναικεῖαι γυναικεῖα
accusatif γυναικείους γυναικείας γυναικεῖα
génitif γυναικείων γυναικείων γυναικείων
datif γυναικείοις γυναικείαις γυναικείοις

γυναικεῖος, gunaikeîos \ɡy.na͜ɪ.ˈkeːˌ.os\ masculin

  1. Féminin, de femme.

    Dérivés

    Antonymes

    Dérivés dans d’autres langues

    Références

    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.