αποτελεσματικότητα

Grec

Étymologie

→ voir αποτελεσματικός et -ότητα.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αποτελεσματικότητα οι  αποτελεσματικότητες
Génitif της  αποτελεσματικότητας των  αποτελεσματικοτήτων
Accusatif τη(ν)  αποτελεσματικότητα τις  αποτελεσματικότητες
Vocatif αποτελεσματικότητα αποτελεσματικότητες

αποτελεσματικότητα (apotelesmatikótita) \a.pɔ.tɛ.lɛ.zma.ti.ˈkɔ.ti.ta\ féminin

  1. Efficacité.
    Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.