ανεξαρτησία

Grec

Étymologie

Dérivé de ανεξάρτητος.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανεξαρτησία οι  ανεξαρτησίες
Génitif της  ανεξαρτησίας των  ανεξαρτησιών
Accusatif τη(ν)  ανεξαρτησία τις  ανεξαρτησίες
Vocatif ανεξαρτησία ανεξαρτησίες

ανεξαρτησία (aneksartisía) \a.nɛ.ksaɾ.ti.ˈsi.a\ féminin

  1. Indépendance.
    • η ανεξαρτησία της γυναίκας

Antonymes

  • εξάρτηση

Voir aussi

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.