ανακεφαλαιοποίηση

Grec

Étymologie

Dérivé de κεφαλαιοποιώ (capitaliser) avec le préfixe ανα-, et le suffixe -ση.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανακεφαλαιοποίηση οι  ανακεφαλαιοποιήσεις
Génitif της  ανακεφαλαιοποίησης
ανακεφαλαιοποιήσεως
των  ανακεφαλαιοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  ανακεφαλαιοποίηση τις  ανακεφαλαιοποιήσεις
Vocatif ανακεφαλαιοποίηση ανακεφαλαιοποιήσεις

ανακεφαλαιοποίηση (anakefaleopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Recapitalisation (augmentation du capital d'une société).

Apparentés étymologiques

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.