ήπαρ

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἧπαρ, hễpar.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ήπαρ τα  ήπατα
Génitif του  ήπατος των  ηπάτων
Accusatif το  ήπαρ τα  ήπατα
Vocatif ήπαρ ήπατα

ήπαρ (ípar) \ˈi.paɾ\ neutre

  1. (Anatomie) Foie.
    • Το ήπαρ είναι το χημικό εργοστάσιο του σώματος.
    • ιστολογική εξέταση του ήπατος, κίρρωση του ήπατος

Dérivés

  • ηπατικός
  • ηπατισμός
  • ηπατίτιδα
  • ηπαταλγία
  • ηπατεκτομή
  • ηπατοκήλη
  • ηπατομεγαλία
  • ηπατοπάθεια
  • ηπατορραγία
  • ηπατοτομία
  • μου κόπηκαν τα ήπατα

Voir aussi

  • Ἠπαρ sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec) 
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.