έλεος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἔλεος, éleos.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  έλεος τα  ελέη
Génitif του  ελέους των  ελεών
Accusatif το  έλεος τα  ελέη
Vocatif έλεος ελέη

έλεος (éleos) \ˈɛ.lɛ.ɔs\ neutre

  1. Merci.

Dérivés

  • αδελφή του ελέους
  • ανηλεής
  • ανελέητος
  • ελεήμων
  • ελεημοσύνη
  • ελεώ
  • ελέω Θεού
  • στο έλεος του Θεού
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.