πτερόν

Grec ancien

Étymologie

De πέτομαι, pétomai  voler »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ πτερόν τὰ πτερά τὼ πτερώ
Vocatif πτερόν πτερά πτερώ
Accusatif τὸ πτερόν τὰ πτερά τὼ πτερώ
Génitif τοῦ πτεροῦ τῶν πτερῶν τοῖν πτεροῖν
Datif τῷ πτερ τοῖς πτεροῖς τοῖν πτεροῖν

πτερόν, pterón \pte.ˈron\ neutre

  1. Plume d’aile.
    1. Plumet, aigrette.
  2. Aile d’oiseau, d’insecte.
  3. Ce qui rappèle une aile :
    1. Rangée de rames.
    2. Soc de charrue.
    3. Feuilles ou branches d'arbres.
    4. (Architecture) Aile, corps de bâtiment, colonnade de temple.
    5. Pont-levis garni de fer devant les portes d’une ville.
  4. Sorte d’instrument à corde.
  5. (Figuré) Symbole de force.

Dérivés

  • ἄπτερος (aptère, sans ailes)
  • ἀρβυλόπτερος (chaussé d'aile)
  • αὐτόπτερος (qui vole de ses propres ailes)
  • βαθύπτερος (aux ailes profondes)
  • βραχύπτερος (aux ailes courtes)
  • ξουθόπτερος
  • δερματόπτερος, δερμόπτερος (dermaptère)
  • δίπτερος (diptère, à deux ailes)
  • εὔπτερος (bien-ailé)
  • ἐρασίπτερος
  • φερέπτερος (ailé)
  • φοινικόπτερος (flamant rose)
  • ἰσόπτερος
  • κακόπτερος (mal-ailé)
  • κατάπτερος (ailé)
  • κουφόπτερος (aux ailes légères)
  • κολεόπτερος (coléopère)
  • κυανόπτερος (aux plumes bleues)
  • κυκνόπτερος (aux ailes de cygne, blanches)
  • λαχανόπτερος
  • λευκόπτερος (aux ailes blanches)
  • λινόπτερος
  • ὀξύπτερος
  • ὀλιγόπτερος (déplumé, qui a peu de plumes)
  • ὁλόπτερος (emplumé, qui a toutes ses plumes)
  • ὁμοιόπτερος
  • ὁμόπτερος
  • ὀρθόπτερος
  • μακρόπτερος (aux longues ailes)
  • μαρμαρόπτερος
  • μελανόπτερος, μελάμπτερος (aux ailes noires)
  • μελεσίπτερος
  • περίπτερος (qui vole autour)
  • περκνόπτερος
  • ποικιλόπτερος
  • μονόπτερος (monoptère)
  • πολύπτερος (polyptère)
  • πυκνόπτερος
  • πτέρυξ
  • σαρκόπτερος
  • σιδηρόπτερος
  • σχιζόπτερος (aux ailes fendues)
  • τανύπτερος, τανυσίπτερος (aux ailes larges)
  • ταχύπτερος (aux ailes rapides)
  • τετράπτερος (à quatre ailes)
  • τρίπτερος (à trois ailes)
  • χαλκόπτερος
  • χρυσοπτερος, χρυσόπτερος (aux ailes d’or)
  • ὑμενόπτερος (hyménoptère)
  • ὑπόπτερος
  • ὠκύπτερος (ocyptère)

Dérivés dans d’autres langues

Prononciation

  • (Région à préciser) : écouter « πτερόν [pte.ˈron] »

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.