μεταμόρφωσις

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de μεταμορφόω, metamorphóô  transformer ») avec le suffixe -σις, -sis.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μεταμόρφωσις αἱ μεταμορφώσεις τὼ μεταμορφώσει
Vocatif μεταμόρφωσι μεταμορφώσεις μεταμορφώσει
Accusatif τὴν μεταμόρφωσιν τὰς μεταμορφώσεις τὼ μεταμορφώσει
Génitif τῆς μεταμορφώσεως τῶν μεταμορφώσεων τοῖν μεταμορφωσέοιν
Datif τῇ μεταμορφώσει ταῖς μεταμορφώσεσι(ν) τοῖν μεταμορφωσέοιν

μεταμόρφωσις, metamórphôsis \me.ta.ˈmor.pʰɔː.sis\ féminin

  1. Métamorphose, transformation.

Dérivés dans d’autres langues

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.