ὑποδηματοποιός

Voir aussi : υποδηματοποιός

Grec ancien

Étymologie

Mot composé de ὑπόδημα, hupódêma  chaussure ») et de ποιέω, poiéô  faire »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὑποδηματοποιός οἱ ὑποδηματοποιοί τὼ ὑποδηματοποιώ
Vocatif ὑποδηματοποιέ ὑποδηματοποιοί ὑποδηματοποιώ
Accusatif τὸν ὑποδηματοποιόν τοὺς ὑποδηματοποιούς τὼ ὑποδηματοποιώ
Génitif τοῦ ὑποδηματοποιοῦ τῶν ὑποδηματοποιῶν τοῖν ὑποδηματοποιοῖν
Datif τῷ ὑποδηματοποι τοῖς ὑποδηματοποιοῖς τοῖν ὑποδηματοποιοῖν

ὑποδηματοποιός, hupodêmatopoiós \hy.po.dɛː.ma.to.po͜ɪ.ˈos\ masculin

  1. Cordonnier.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.