πτερόν
Grec ancien
Étymologie
- De πέτομαι, pétomai (« voler »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | τὸ | πτερόν | τὰ | πτερά | τὼ | πτερώ |
Vocatif | πτερόν | πτερά | πτερώ | |||
Accusatif | τὸ | πτερόν | τὰ | πτερά | τὼ | πτερώ |
Génitif | τοῦ | πτεροῦ | τῶν | πτερῶν | τοῖν | πτεροῖν |
Datif | τῷ | πτερῷ | τοῖς | πτεροῖς | τοῖν | πτεροῖν |
πτερόν, pterón \pte.ˈron\ neutre
- Plume d’aile.
- Plumet, aigrette.
- Aile d’oiseau, d’insecte.
- Ce qui rappèle une aile :
- Rangée de rames.
- Soc de charrue.
- Feuilles ou branches d'arbres.
- (Architecture) Aile, corps de bâtiment, colonnade de temple.
- Pont-levis garni de fer devant les portes d’une ville.
- Sorte d’instrument à corde.
- (Figuré) Symbole de force.
Dérivés
- ἄπτερος (aptère, sans ailes)
- ἀρβυλόπτερος (chaussé d'aile)
- αὐτόπτερος (qui vole de ses propres ailes)
- βαθύπτερος (aux ailes profondes)
- βραχύπτερος (aux ailes courtes)
- ξουθόπτερος
- δερματόπτερος, δερμόπτερος (dermaptère)
- δίπτερος (diptère, à deux ailes)
- εὔπτερος (bien-ailé)
- ἐρασίπτερος
- φερέπτερος (ailé)
- φοινικόπτερος (flamant rose)
- ἰσόπτερος
- κακόπτερος (mal-ailé)
- κατάπτερος (ailé)
- κουφόπτερος (aux ailes légères)
- κολεόπτερος (coléopère)
- κυανόπτερος (aux plumes bleues)
- κυκνόπτερος (aux ailes de cygne, blanches)
- λαχανόπτερος
- λευκόπτερος (aux ailes blanches)
- λινόπτερος
- ὀξύπτερος
- ὀλιγόπτερος (déplumé, qui a peu de plumes)
- ὁλόπτερος (emplumé, qui a toutes ses plumes)
- ὁμοιόπτερος
- ὁμόπτερος
- ὀρθόπτερος
- μακρόπτερος (aux longues ailes)
- μαρμαρόπτερος
- μελανόπτερος, μελάμπτερος (aux ailes noires)
- μελεσίπτερος
- περίπτερος (qui vole autour)
- περκνόπτερος
- ποικιλόπτερος
- μονόπτερος (monoptère)
- πολύπτερος (polyptère)
- πυκνόπτερος
- πτέρυξ
- σαρκόπτερος
- σιδηρόπτερος
- σχιζόπτερος (aux ailes fendues)
- τανύπτερος, τανυσίπτερος (aux ailes larges)
- ταχύπτερος (aux ailes rapides)
- τετράπτερος (à quatre ailes)
- τρίπτερος (à trois ailes)
- χαλκόπτερος
- χρυσοπτερος, χρυσόπτερος (aux ailes d’or)
- ὑμενόπτερος (hyménoptère)
- ὑπόπτερος
- ὠκύπτερος (ocyptère)
Prononciation
- (Région à préciser) : écouter « πτερόν [pte.ˈron] »
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
- « πτερόν », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.