αἱμόφυρτος

Voir aussi : αιμόφυρτος

Grec ancien

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif αἱμόφυρτος αἱμόφυρτος αἱμόφυρτον αἱμόφυρτοι αἱμόφυρτοι αἱμόφυρτα αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω
Vocatif αἱμόφυρτε αἱμόφυρτε αἱμόφυρτον αἱμόφυρτοι αἱμόφυρτοι αἱμόφυρτα αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω
Accusatif αἱμόφυρτον αἱμόφυρτον αἱμόφυρτον αἱμόφυρτους αἱμόφυρτους αἱμόφυρτα αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω αἱμόφυρτω
Génitif αἱμόφυρτου αἱμόφυρτου αἱμόφυρτου αἱμόφυρτων αἱμόφυρτων αἱμόφυρτων αἱμόφυρτοιν αἱμόφυρτοιν αἱμόφυρτοιν
Datif αἱμόφυρτ αἱμόφυρτ αἱμόφυρτ αἱμόφυρτοις αἱμόφυρτοις αἱμόφυρτοις αἱμόφυρτοιν αἱμόφυρτοιν αἱμόφυρτοιν

αἱμόφυρτος, haimóphurtos \ha͜ɪ.ˈmo.pʰyr.tos\ masculin

  1. Variante de αἱματόφυρτος.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.